Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

ξεφυλλίζοντας το Ιμαρέτ



Ο εθνικός «εαυτός» και η διαπολιτισμικότητα στη λογοτεχνία: ξεφυλλίζοντας το Ιμαρέτ

Από την Πολυξένη Μαρκούτη, κλασική φιλόλογο –Υπ. Διδ. Α. Π. Θ.

Η διαμόρφωση και διαφύλαξη της εθνικής ταυτότητας και η συνύπαρξη με το εθνικά, γλωσσικά, θρησκευτικά και πολιτισμικά διαφορετικό αποτελούσε ανέκαθεν ζήτημα μείζονος σημασίας σε πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Ένα τέτοιο θέμα δεν μπορεί παρά να αποτελεί προσφιλές πεδίο και για τη λογοτεχνική δημιουργία. Ειδικά στην περίπτωση της ελληνικής λογοτεχνίας, υπάρχουν πολλά έργα, τα οποία πραγματεύονται τη συνύπαρξη και τις σχέσεις, αρμονικές ή τεταμένες, μεταξύ δύο άσπονδων φίλων και εχθρών: Ελλήνων και Τούρκων. Χαρακτηριστικό δείγμα αξιοποίησης και ανάδειξης αυτής της πολυτάραχης σχέσης αποτελεί το βιβλίο του Γιάννη Καλπούζου με τίτλο Ιμαρέτ: Στη σκιά του ρολογιού, το οποίο εκδόθηκε το 2008 και απέσπασε το Βραβείο Αναγνωστών του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου για το έτος 2009.
Το μυθιστόρημα εξιστορεί τις παράλληλες και διασταυρούμενες πορείες ζωής ενός Έλληνα και ενός Τούρκου με φόντο την Άρτα του 19ου αιώνα. Ο Λιόντος και ο Νετζίπ γεννιούνται την ίδια νύχτα στην τουρκοκρατούμενη Άρτα του 1854. Το νήμα της αφήγησης ξεκινά τη στιγμή της
γέννησής τους και διακόπτεται το 1881, με την προσάρτηση της Άρτας στο ελληνικό κράτος, τον επώδυνο αποχωρισμό τους και την εγκατάστασή τους στην Αθήνα και στην Κωνσταντινούπολη αντίστοιχα. Από τη στιγμή της γέννησής τους, που γίνονται ομογάλακτοι, θα αναπτυχθεί μεταξύ τους μια βαθιά φιλία, η οποία φαντάζει παράταιρη για την τοπική κοινωνία: το πολύχρωμο μωσαϊκό από Έλληνες, Τούρκους και Εβραίους ζει ειρηνικά αλλά οι διαχωριστικές γραμμές δεν εξαλείφονται ποτέ και γίνονται αισθητές με την πρώτη ευκαιρία. Ακόμα κι αυτές όμως αδυνατούν να κλονίσουν το ισχυρό δέσιμο που υπάρχει μεταξύ τους. Το έξυπνο τέχνασμα της εναλλάξ αφήγησης που ακολουθεί ο συγγραφέας επιτυγχάνει να παρουσιάσει τους δύο πρωταγωνιστές όχι σαν τις δύο όχθες ενός ποταμού αλλά σαν όψεις του ίδιου χαρτιού: είναι αδύνατον να σχιστεί η μία χωρίς να σχιστεί και η άλλη.
Τα ιστορικά, κοινωνικά και πολιτιστικά συμφραζόμενα δημιουργούν ένα υφαντό συνθέσεων και αντιθέσεων, πάνω στο οποίο ο συγγραφέας «κεντά» την κοινή ζωή των δύο πρωταγωνιστών. Ρωμιοί, Τούρκοι και Εβραίοι, εκκλησίες και τζαμιά, Πάσχα και Ραμαζάνι, πετροπόλεμος, αφορισμοί, ο τούρκικος μπερντές του Καραγκιόζη, η μικρή Ελλάδα και η ιδεολογία του αλυτρωτισμού, η εκμετάλλευση και η εξαθλίωση των κολλίγων, που δεν γνωρίζει θρησκεία και εθνικότητα… και μέσα σε όλα αυτά οι φάρσες, τα παιχνίδια και τα καμώματα του Λιόντου και του Νετζίπ, το σχολείο, στο οποίο φοιτούν μαζί, οι έρωτες, οι δυσκολίες, οι απογοητεύσεις, η προσωπική διαδρομή του καθενός και η θέση που καλείται να πάρει απέναντι στον «Άλλο» και στο διαφορετικό που αυτός πρεσβεύει σε ιστορικά κρίσιμες συγκυρίες. Συνταξιδιώτης τους σε αυτή τη διαδρομή ο παππούς Ισμαήλ, ο οποίος μοιάζει να έχει βγει από λαϊκό παραμύθι της Ανατολής: νοσταλγεί, διηγείται, νουθετεί, υπενθυμίζει αλήθειες πικρές και για τους δύο λαούς…
Η εντύπωση που καλλιεργεί το βιβλίο είναι πως η συμβίωση είναι δυνατή, με όλα τα προβλήματα που ανακύπτουν. Κάτω από τους βαρείς χτύπους του ρολογιού, που σημαίνει τις οθωμανικές ώρες, άνθρωποι τόσο διαφορετικοί κι όμως τόσο ίδιοι κατά βάθος… μοχθούν, ελπίζουν, ονειρεύονται, κινδυνεύουν, αγαπούν και μισούν με το ίδιο πάθος, συγχωρούνται και χωρούν κάτω από τον ίδιο ουρανό. Ολόκληρη η πόλη ένα μεγάλο ιμαρέτ, που θρέφει την ανεξιθρησκία, την ανεκτικότητα και τη συμφιλίωση. Μια ανεκτικότητα που δεν εξαντλείται στο επίπεδο της καθημερινότητας αλλά εξελίσσεται σε «αλισβερίσι» γλωσσικό και πολιτισμικό: το βιβλίο είναι κατάσπαρτο από γλωσσικά δάνεια και από κοινά λαογραφικά και πολιτιστικά στοιχεία, επιβεβαιώνοντας τις τάσεις συγκρητισμού που εμφανίζονται διαχρονικά  στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες.  Ωστόσο, το αναπόδραστο «κισμέτ» του καθενός, όπως θα έλεγε και ο παππούς Ισμαήλ, διαμορφώνεται και δρομολογείται τελικά από άνωθεν επιταγές  και διπλωματικά παιχνίδια: καθίσταται σαφές ότι τα πιόνια στην πολιτική σκακιέρα μετακινούνται είτε από ξένους είτε από φανατικές και διεφθαρμένες ηγεσίες.
Κλείνοντας το Ιμαρέτ, δημιουργείται μια γλυκόπικρη αίσθηση και ένα ερωτηματικό για τα όρια της πολιτισμικής αλληλεπίδρασης και ανεκτικότητας σε πληθυσμούς με ανομοιογενή εθνολογική σύσταση. Καταρρίπτονται μύθοι, με τους οποίους γαλουχήθηκαν και οι δύο λαοί, και καταργείται κάθε απόλυτη, «μανιχαϊστική» διάκριση ανάμεσα στον καλό και στον κακό, στο δίκαιο και στο άδικο. Τα μηνύματα του βιβλίου ηχούν σήμερα περισσότερο επίκαιρα από ποτέ, καθώς οι εθνικιστικές εξάρσεις και η πομπώδης «πατριωτική» ρητορική εξακολουθούν να έχουν  ένθερμους υποστηρικτές στο πεδίο της πολιτικής πρακτικής και της κοινωνικής ζωής. Η μέση οδός ανάμεσα στην ξενοφοβική και ρατσιστική αντιμετώπιση της πολυπολιτισμικότητας και στην άνευ ορίων και όρων αφομοίωση του Άλλου στο πολιτισμικά, γλωσσικά και θρησκευτικά κυρίαρχο είναι η ανθρωπιά και ο κοσμοπολιτισμός του γέροντα Ισμαήλ, ο οποίος δίκην στωικού σοφού, σε πείσμα των καιρών του, διακηρύσσει:  

…Ένα ιμαρέτ είναι η γη. Το ιμαρέτ του Θεού. Κι εμείς οι φτωχοί, τα ορφανά και οι ταξιδιώτες της ζωής, που μας φιλοξενεί. Μας τρέφει, μας ανοίγει την αγκαλιά του, μας επιτρέπει να απολαύσουμε και να χαρούμε τη ζωή. Κι εμείς θαρρούμε πως το διαφεντεύουμε. Το μοιράσαμε, είπαμε «αυτός ο τόπος δικός μας, εκείνος δικός σας» κι ύστερα ορμήσαμε ο ένας στον τόπο του άλλου, χωρίς να νογάμε ότι δεν ανήκει σε κανέναν. Μας άφησε ο Θεός αυτό το ιμαρέτ να το διαχειριστούμε κι εμείς αρπάζουμε, κλέβουμε, αδικούμε, εκμεταλλευόμαστε, διεκδικούμε όλο και περισσότερα, μέχρι την ώρα που θα επιστρέψουμε το τομάρι μας εκεί όπου ανήκει, στο χώμα. Και θ’ αξίζει τότε με όσο ενός βοδιού ή ενός προβάτου, τίποτε παραπάνω.


Δεν υπάρχουν σχόλια: