Δευτέρα 12 Αυγούστου 2013

ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΥΡΑΝΟΠΕΤΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΝΤΕΛΗ ΒΟΥΤΟΥΡΗ

ΟΥΡΑΝΟΠΕΤΡΑ: ΕΝΑ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΛΠΟΥΖΟΥ

(Γράφει ο Παντελής Βουτουρής, καθηγητής νεοελληνικής φιλολογίας και πρόεδρος του Τμήματος Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου. Δημοσίευση: στην εφημερίδα Φιλελεύθερος της Κύπρου, 11.8.2013).


Το πρώτο ζήτημα το οποίο, αυτονόητα σχεδόν, προκύπτει από ένα ιστορικό μυθιστόρημα, όπως είναι η Ουρανόπετρα, αφορά στη σχέση ανάμεσα στη μυθοπλασία και στην ιστορία. Αυτό συμβαίνει γιατί το ιστορικό μυθιστόρημα, με όποιο τρόπο και αν επιχειρήσουμε να το ορίσουμε, δεν είναι παρά μια μορφή ιστορίας, ένα έργο αναπαράστασης ή ένας τρόπος χειρισμού και πραγμάτευσης του παρελθόντος (ως «πλασματικές αφηγήσεις βασισμένες στην ιστορία» συστήνει εξάλλου τα ιστορικά μυθιστορήματα ο πατριάρχης του είδους, ο W. Scott).
Αυτή ακριβώς η ελευθερία του μυθιστοριογράφου να κινηθεί στα όρια του πιθανού, αποτελεί το συγκριτικό πλεονέκτημα του ιστορικού μυθιστορήματος έναντι της Ιστορίας. Και αυτό γιατί τα ιστορικά μυθιστορήματα έχουν τη δυνατότητα να αποκαλύπτουν όψεις της πραγματικότητας (τις σκέψεις, τα πάθη και την καθημερινότητα των ηρώων) οι οποίες είναι απρόσιτες στους ιστορικούς.
Όλα τα παραπάνω ισχύουν ασφαλώς για το τελευταίο βιβλίο του Γιάννη Καλπούζου, μια επική σύνθεση αφενός δύο διαφορετικών και χρονικά απομακρυσμένων κεφαλαίων της κυπριακής ιστορίας (τέλη 16ου αιώνα και τέλη 19ου αιώνα) και αφετέρου της ατομικής ιστορίας κάποιων προσώπων τα οποία πρωταγωνιστούν στα δύο συγκεκριμένα κεφάλαια. Η μοίρα αυτών των πλασματικών προσώπων, συμπλέκεται και συνυφαίνεται τόσο με μείζονα ιστορικά γεγονότα όσο και με σημαίνουσες ιστορικές μορφές. Με την παρατήρηση αυτή περάσαμε όμως στις αφηγηματικές τεχνικές του βιβλίου, τις οποίες κωδικοποιώ χάριν συντομίας:
α) πειστική διαγραφή του ιστορικού πλαισίου (δηλαδή ιστορικών γεγονότων και ιστορικών χαρακτήρων). Όπως κατά κανόνα συμβαίνει στο ιστορικό μυθιστόρημα τα ιστορικά γεγονότα και τα ιστορικά πρόσωπα πλαισιώνουν την αφήγηση πλαισιώνουν σημαίνει τοποθετούνται περιμετρικά, όχι στο κέντρο του πίνακα. Είναι πάντως εντυπωσιακή η ικανότητα του συγγραφέα να εξεικονίζει με τεχνικές και ταχύτητα κινηματογραφική πρόσωπα και καταστάσεις.
β) πειστική αναπαράσταση του γεωγραφικού χάρτη. Από τις πρώτες σελίδες από την περιγραφή για παράδειγμα της περιοχής γύρω από τον ποταμό Συρκάτη, όπου εκτυλίσσεται μια απίστευτης βιαιότητας σφαγή, ως τις τελευταίες (την περιγραφή του ενετικού πυργίσκου στα Περβόλια της Λάρνακας, όπου γίνονταν οι ανασκαφές για την εύρεση του κρυμμένου θησαυρού) η συνέπεια, η ακρίβεια και η ποσότητα των πληροφοριών είναι εντυπωσιακή.
γ) εντυπωσιακό ανθρωπολογικό και ηθογραφικό υπόστρωμα. Καθώς εξελίσσεται η πλοκή, παράλληλα, ο αναγνώστης εντρυφεί σε μια ιστορική γεωγραφική και ανθρωπολογική εγκυκλοπαίδεια. Ο συγγραφέας φαίνεται να γνωρίζει καλά ότι για να αναπαραστήσεις μιαν εποχή θα πρέπει να έχεις την ικανότητα να ζωντανέψεις τον συλλογικό τρόπο ζωής, τα ήθη και έθιμα, τις συμπεριφορές, και τις παραδόσεις.  Αυτό ακριβώς εξυπηρετεί η συσσώρευση πληροφοριών και λεπτομερειακών επεξηγήσεων, είτε στο κυρίως σώμα της αφήγησης είτε στις υποσελίδιες σημειώσεις.
δ) Εδώ ωστόσο (στην αναπαράσταση της ιστορίας, της γεωγραφίας και των ηθών) ελλοχεύει ο κίνδυνος μιας ρηχής γραφικότητας − ο πιο επικίνδυνος σκόπελος τον οποίο προικισμένοι συγγραφείς δεν κατορθώνουν να παρακάμψουν. Και ρηχότητα στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει να αναλωθεί η αφήγηση σε εξωτερικές γραφικές περιγραφές και να μην κατορθώσει να διεισδύσει στο εσωτερικό των ηρώων. Κατά την άποψή μου εδώ κρίνεται όλο το εγχείρημα. Ο προικισμένος συγγραφέας επιτυγχάνει να συνδέσει το εξωτερικό ιστορικό−γεωγραφικό−εθιμικό πλαίσιο με τον ψυχισμό, τους στοχασμούς, τα κίνητρα, τις πράξεις, τις αξίες και τα πάθη, τα μίση, τους έρωτες των ηρώων του. Εδώ έγκειται και το σημαντικότερο επίτευγμα της Ουρανόπετρας, καθώς ο Καλπούζος βρίσκει τα νήματα που συνδέουν το εξωτερικό με την  ενδοχώρα των ηρώων του. Έτσι  η αναπαράσταση του συλλογικού τρόπου ζωής των κατοίκων της Κύπρου, η ιστορία του τόπου τους, και ο χώρος στον οποίο ζουν, συστήνουν έναν πυρήνα, από τον οποίο εξακτινώνεται ένα αξιακό σύστημα. Πρωτίστως από όλα αυτά εκπηγάζει η εθνική τους ταυτότητα και η αγάπη τους για την πατρίδα τους. Εξάλλου, γενικότερα, οι αξίες αυτές είναι συνδεδεμένες με το είδος του ιστορικού μυθιστορήματος, καθώς η αναπαράσταση της ιστορίας, της γεωγραφίας, και των ηθών, διαμορφώνουν συγχρόνως και τη συνείδηση ότι ο κάθε άνθρωπος ανήκει σε έναν τόπο και μοιράζεται με κάποιους άλλους κοινή ιστορία και πολιτισμό. Ο αφηγηματικός λόγος του Καλπούζου κατορθώνει να εξισώσει τον χώρο με το σώμα και τις αισθήσεις των ανθρώπων που τον κατοικούν:
− Τζιαί τι θα πει πατρίδα; Πού είδες την;
− Η πατρίδα ένι αέρας, εν πιάνεται. Ένι μες στην ψυχή σου. Άπλωσε το κορμί σου στον χάρτη τζιαι να την η Ελλάδα. Άμα κόβεται το δαχτύλι σου στην μιαν άκραν πονά το κορμί σου ολάκερο. Έτσι νιώθω το.
Άφησα σκόπιμα για το τέλος το ζήτημα της γλώσσας. Δεν αναφέρομαι στη χρήση της κυπριακής διαλέκτου στους διαλόγους και τον εμποτισμό με διαλεκτικές λέξεις και φράσεις του λόγου του τριτοπρόσωπου αφηγητή. Αυτό το θεωρώ εκ των ων ουκ άνευ σε ένα μυθιστόρημα, το οποίο επιζητεί την αληθοφάνεια. Αναφέρομαι στο ιδιάζον προσωπικό ύφος του Καλπούζου, ένα συμπίλημα διαλεκτικών και λόγιων γλωσσικών τύπων, το οποίο στην αρχή ηχεί παράξενα, με τα «ωσάν», «πλιο», «πριχού», «όθεν», «όθε», «σώσμα» κτλ. Σιγά-σιγά ωστόσο, σχεδόν μυητικά, δημιουργούνται, σαν σε μουσική συμφωνία, ιδιαίτεροι ήχοι και ρυθμοί.  Έτσι συμβαίνει, για παράδειγμα, με τις συνεχείς παρηχήσεις. Προσέξτε στις τρεις πρώτες σειρές του μυθιστορήματος τις παρηχήσεις του «σ» του «λ» και του «κ»: «Άστραφτε στο σώσμα του Αυγούστου του 1569 ωσάν χιόνι στην αλυκή του Λάρνακα, αντιπαλεύοντας τον ήλιο που εκτόξευε την κάψη του αδιάφορος για τον τόπο και τον κάματο των ανθρώπων».
Το ύφος του Γιάννη Καλπούζου είναι γοητευτικό, τουλάχιστον για εκείνους τους αναγνώστες  που διαβάζουν και ακούνε συγχρόνως τον ήχο και τον ρυθμό των λέξεων. Εύλογα, βεβαίως, θα μπορούσε να διερωτηθεί κανείς: μα πώς γίνεται; Μουσική και ρυθμός σε ένα ιστορικό μυθιστόρημα; Και όμως, προσέξτε κάποιους καθαρούς δεκαπεντασύλλαβους: «στην ομαλή λοφοπλαγιά στάθηκε ν’ αγναντέψει», «που αργόσβηνε τα χρώματα κι αφάνιζε τη μέρα», «αργά το δείλι έμπαινε κατάκοπος στην πόλη».
Αλλά και πάλι θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι αυτός ο μουσικός εμποτισμός του αφηγηματικού λόγου γίνεται με μέτρο. Όπως στη μουσική συμφωνία, η σύνθεση έχει τις εξάρσεις της και τις καταβυθίσεις της.

Παντελής Βουτουρής


Δεν υπάρχουν σχόλια: