Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Συνέντευξη "BOOK MARKS"

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ BOOK MARKS ΚΑΙ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΑΡΑΠΑΚΗ


ΕΡ.  Πριν μιλήσουμε για τη βράβευση και το βιβλίο σας, θα ήθελα να μου πείτε δυο λόγια για το θεσμό του βραβείου αναγνωστών. Υπάρχουν αρκετοί που επικρίνουν την όλη διαδικασία, ισχυριζόμενοι, μεταξύ άλλων, ότι μπαίνουν στο ίδιο τσουβάλι λογοτεχνία και παραλογοτεχνία. Συμφωνείτε με αυτή την άποψη;

ΑΠ. Δεν νομίζω ότι ανήκει στην κατηγορία της παραλογοτεχνίας κανένα από τα βιβλία που βραβεύτηκαν μέχρι σήμερα. Πέραν αυτού, από τη φετινή χρονιά, συμμετέχουν στην τελική αξιολόγηση κατά 50% τα μέλη των λεσχών ανάγνωσης, που με το υψηλό ποιοτικό κριτήριο τους προστατεύουν τη λογοτεχνία. Σε κάθε περίπτωση, το βραβείο αναγνωστών του Ε.ΚΕ.ΒΙ., αποτελεί σημαντικό θεσμό γιατί δίνει τη δυνατότητα να εκφράσει τη γνώμη της η ευρύτατη “κριτική
επιτροπή” των αναγνωστών. Ό,τι, δηλαδή, γίνεται από χρόνια σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης.

ΕΡ. Η βράβευση ήταν κάτι που περιμένατε ή προέκυψε εντελώς απροσδόκητα; Αλλάζει κάτι για σας με αυτό το βραβείο;

ΑΠ. Το Ιμαρέτ είχε μια πολύ καλή πορεία, ξεπερνώντας σε πωλήσεις τα 15.000 αντίτυπα, όμως προτίμησα να αναμένω το αποτέλεσμα χωρίς να κάνω υποθέσεις. Όσο για το βραβείο, το εισπράττω ως αντίδωρο από τους αναγνώστες που επικοινωνήσαμε μέσα από τις σελίδες του. Σε ό,τι με αφορά ως άτομο, τίποτε δεν αλλάζει. Σίγουρα όμως θα βοηθήσει να συνεχίσει το Ιμαρέτ το δρόμο του και να το ανακαλύψουν πολλοί περισσότεροι αναγνώστες.

ΕΡ. Τι σας οδήγησε να ασχοληθείτε με το ιστορικό μυθιστόρημα; Σε σχέση με ότι έχετε γράψει μέχρι τώρα, θα το χαρακτηρίζατε ευκολότερο ή δυσκολότερο σαν είδος;

 ΑΠ. Το αρχικό κίνητρο προήλθε από την ιστορία ενός προγόνου μου, τον οποίον αιχμαλώτισαν οι Τούρκοι κατά την έξοδο του Μεσολογγίου και τον έφεραν σκλάβο στην Άρτα, όπου εξαγόρασαν την ελευθερία του οι καλόγεροι ενός μοναστηριού.  Χωρίς να έχω καταλήξει αν θα χειρισθώ μυθοπλαστικά το γεγονός αυτό, ερευνούσα την τοπική ιστορία. Διαπιστώνοντας ότι το πολυφυλετικό και πολυπολιτισμικό περιβάλλον της Άρτας και οι συνθήκες που επικρατούσαν στην καθημερινή ζωή μού επέτρεπαν να γράψω για όλα όσα με ενδιέφεραν και μπορούσαν να στείλουν μηνύματα στη σύγχρονη εποχή, προχώρησα στη συγγραφή του Ιμαρέτ.
Η μελέτη και η συγκέντρωση στοιχείων και στη συνέχεια η μάχη να δαμάσει ο συγγραφέας το τεράστιο υλικό που συγκεντρώνει και να το εντάξει λειτουργικά στο κείμενο του, καθιστά πολύ πιο δύσκολο το εγχείρημα συγγραφής ενός ιστορικού μυθιστορήματος. Όμως η τέχνη του λόγου, το πλάσιμο των χαρακτήρων, η δομή και η εξέλιξη του μύθου, ανεξάρτητα εάν στίβος τους είναι το ιστορικό μυθιστόρημα ή μυθοπλασίες σε τρέχοντα χρόνο, έχουν τις ίδιες δυσκολίες.

ΕΡ. Το ότι ασχοληθήκατε με την Άρτα, υποθέτω, αφορά στην καταγωγή σας. Η συγκεκριμένη χρονική περίοδος πως προέκυψε; Υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος λόγος που ασχοληθήκατε με την Άρτα του δέκατου ένατου αιώνα και όχι με κάποια άλλη περίοδο;

ΑΠ. Η συγκινησιακή σχέση με τον γενέθλιο τόπο μου, όντως με οδήγησε να τοποθετήσω τη μυθιστορία του Ιμαρέτ στη Άρτα. Αυτή η χρονική περίοδος είναι αφενός άγνωστη ως προς τον τομέα της καθημερινής ζωής στις οθωμανοκρατούμενες περιοχές, αφετέρου, και το πιο σημαντικό, στην Οθωμανική αυτοκρατορία είχαν γίνει πολλές μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση της ισονομίας των πολιτών και την παροχή ελευθεριών στους μη μουσουλμάνους. Ξεκίνησαν δειλά από το 1830 και ουσιαστικά με τα σουλτανικά φιρμάνια Τανζιμάτ του 1839 και  Χατιχουμαγιούν του 1856. Γι’ αυτό ανθίζει τα ίδια χρόνια ο ελληνισμός στη Σμύρνη, στην Κωνσταντινούπολη, στις Κυδωνιές (Αϊβαλί) και αλλού. Επιπλέον η θρησκευτική και πολιτιστική συνείδηση που μέχρι τότε ένωνε ή διαχώριζε τους λαούς μετατρέπεται σταδιακά σε εθνική. Πρόκειται εν ολίγοις για το μεταίχμιο ή το τέλος μιας εποχής και την αρχή μιας άλλης.
     
ΕΡ. Στο βιβλίο σας εμπεριέχονται πάρα πολλά ιστορικά στοιχεία. Ήταν επίπονη η άντλησή τους; Πόσο καιρό χρειαστήκατε για να ολοκληρώσετε το μυθιστόρημα;

ΑΠ. Πραγματοποίησα έρευνα διάρκειας τριών ετών. Μελέτησα κείμενα ιστορικά, θρησκευτικά, λαογραφικά, Ελλήνων και ξένων περιηγητών, καθώς και βιβλία που αναφέρονται στο αγροτικό ζήτημα, στις βυζαντινές και κλασικές αρχαιότητες και την αρχιτεκτονική της εποχής. Ακόμη εφημερίδες και περιοδικά όπου κατέγραφαν τις μνήμες τους όσοι έζησαν τότε ή οι απόγονοί τους μέσα από διηγήσεις και η έρευνα μου επεκτάθηκε στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, στα αρχεία των σχολείων και των υποπροξενείων που λειτουργούσαν στην Άρτα, σε φωτογραφίες και γκραβούρες, σε λαογραφικά και ενδυματολογικά μουσεία. Τέλος, μίλησα με ηλικιωμένους Αρτινούς που έζησαν στις αρχές του 1900, όταν ακόμα δεν είχε αλλάξει σημαντικά η πόλη και διατηρούσαν πολλά έθιμα, συνήθειες και παραδόσεις από την εποχή της οθωμανοκρατίας.
Όσο για την καθ’ αυτού διαδικασία της γραφής χρειάστηκα ένα χρόνο, επί πολλές ώρες καθημερινά, τα δε Σαββατοκύριακα έως και 16 ώρες συνεχόμενες. Συνολικά, δηλαδή, τέσσερα χρόνια.

ΕΡ. Η συνύπαρξη Ελλήνων, Τούρκων και εβραίων, των τριών εθνοτήτων που κατοικούσαν την Άρτα τη συγκεκριμένη εποχή, παρουσιάζεται ως αρμονική. Σήμερα πολλοί φοβούνται ότι, με την αθρόα είσοδο μεταναστών, κινδυνεύει η κοινωνική συνοχή και η εδαφική ακεραιότητα της χώρας. Συμφωνείτε;

ΑΠ. Υπήρχαν και εντάσεις και διαφορές και φανατισμοί και ανταγωνισμοί όπως περιγράφονται στο μυθιστόρημα. Επίσης έγιναν τρεις επαναστάσεις την περίοδο αυτή και τότε οι κώδικες της συνύπαρξης ανατρέπονταν. Όμως η γενική εικόνα σε ήρεμους καιρούς, χαρακτηριζόταν από  αρμονικές σχέσεις μεταξύ των απλών ανθρώπων. Είναι αποκαλυπτικό άλλωστε αυτό που γράφει ο Παγανέλης και υπάρχει ως προμετωπίδα στο βιβλίο περί στενοτάτων κοινωνικών σχέσεων μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών. Ανάλογες εμπειρίες έχουν διηγηθεί και πολλοί εκτοπισμένοι Μικρασιάτες, Πόντιοι και Κύπριοι, παρότι βίωσαν την γενικότερη αλλά και την προσωπική τους τραγωδία και τη συναισθηματική τους συντριβή.
Σε ό,τι αφορά τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα δεν συμμερίζομαι τους φόβους περί κινδύνων της εδαφικής ακεραιότητας της πατρίδας μας. Ούτε εκείνους περί διαταραχής της κοινωνικής συνοχής. Ωστόσο θεωρώ ότι η χώρα μας δεν μπορεί να φιλοξενήσει απεριόριστο αριθμό μεταναστών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αγγίξαμε ήδη τα όρια μας. Σε κάθε περίπτωση το σημαντικό είναι να αντιμετωπίζονται με ανθρωπιά, ισότιμα, να απολαμβάνουν τα ίδια εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα και να πάψουν να υπάρχουν τα φαινόμενα της εξαθλίωσης και της περιθωριοποίησης.

ΕΡ. Το βιβλίο σας είναι πολυπρόσωπο, θα θέλατε να μου ξεχωρίσετε κάποιον ή κάποιους ήρωες και να μου το αιτιολογήσετε;

ΑΠ. Όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των αναγνωστών, ξεχωρίζω τον θυμόσοφο παππού Ισμαήλ. Γιατί, κάθε κουβέντα του αποτελεί απόσταγμα σοφίας και στέκεται πέρα από τα πάθη και τις μισαλλοδοξίες. Γιατί, αντιμετωπίζει τα ανθρώπινα πάθη σκωπτικά και με την κατανόηση που μόνο η σοφία προσδίδει. Γιατί είναι βαθύτατα ανθρωπιστής. Κι ακόμη, γιατί ξέρει καλά, σύμφωνα και με την τούρκικη παροιμία που χρησιμοποιεί, πως: «κάθε μάνας γέννα πεσκέσι του θανάτου». Δηλαδή, πως όλη η ύπαρξή μας είναι ένα στιγμιαίο πέρασμα μέσα στον αδηφάγο χρόνο. Μια διαπίστωση που τον οδηγεί και στην καταδίκη της ανθρώπινης ματαιοδοξίας.

ΕΡ. Μεταξύ των ανθρώπων του βιβλίου γίνεται, συχνά πυκνά, μεγάλη κουβέντα για τους κριτικούς και τις κριτικές. Ποια ή άποψή σας; Επηρεάζει, εν τέλει, τις πωλήσεις ενός βιβλίου η αντιμετώπιση από τα μέσα;
ΑΠ. Επηρεάζει στο κτίσιμο της εικόνας του πνευματικού όγκου των δημιουργών και λιγότερο ή ελάχιστα - ανάλογα με τον συγγραφέα - στις πωλήσεις. Όμως το πρώτο είναι πολύ σημαντικό. Γιατί με άλλη προσέγγιση και λογοτεχνική βαρύτητα διαβάζει η συντριπτική πλειοψηφία των αναγνωστών το βιβλίο που φέρει την υπογραφή ενός φημισμένου και προβεβλημένου συγγραφέα και με άλλη εκείνον που δεν έχει τύχει της προσοχής των κριτικών. Ακόμα κι αν ο δεύτερος έχει γράψει ένα πολύ καλό βιβλίο, χάνει πολλές από τις αξίες που θα έβλεπαν οι αναγνώστες, εάν το ίδιο βιβλίο έφερε την υπογραφή του πρώτου. Για να γίνει πιο κατανοητό τι εννοώ, αντιγράψετε ορισμένους στίχους ενός από τους πιο φημισμένους Έλληνες ποιητές και ενός  καλού αλλά άσημου ποιητή, μεταθέστε το όνομα τού ενός στα ποιήματα του άλλου, δείξτε το σε έναν αριθμό αναγνωστών και ζητήστε τους να επιλέξουν τα καλύτερα. Θα εκπλαγείτε από τις απαντήσεις.

ΕΡ. Ποια η άποψή σας για τη σύγχρονη Ελληνική παραγωγή βιβλίου; Συμμερίζεστε την άποψη ότι οι εκδότες εστιάζουν στο κέρδος και όχι στην ποιότητα;

ΑΠ. Όλοι οι εκδότες ή οι περισσότεροι τουλάχιστον θα ήθελαν να έχουν στα χέρια τους ένα λογοτεχνικό αριστούργημα και θα το εξέδιδαν ανεξάρτητα της εμπορικής του επιτυχίας. Δεν έχω καμιά αμφιβολία περί αυτού. Βέβαια κάθε εκδοτικός οίκος ενδιαφέρεται για τα έσοδα του. Είναι αναγκαίο κακό αυτό. Χωρίς έσοδα δε θα υπάρχει βιβλιοπαραγωγή. Εξάλλου, πολλές φορές τα ευπώλητα βιβλία χρηματοδοτούν την έκδοση άλλων, καλών μεν, αντιεμπορικών δε, βιβλίων. Ωστόσο υπάρχουν και οι περιπτώσεις που αναφέρετε.

ΕΡ. Έχετε τρεις ιδιότητες: στιχουργός, ποιητής, πεζογράφος. Αν σας έβαζα να διαλέξετε μια, ποια θα διαλέγατε και γιατί;

ΑΠ. Η ποίηση και ο πεζός λόγος μονοπωλούν εδώ και χρόνια το ενδιαφέρον μου. Και το ένα και το άλλο απαιτεί αφιέρωση, γι’ αυτό και ποτέ δεν ασχολούμαι ταυτόχρονα με τα δύο είδη γραφής. Δεν είναι εύκολο να επιλέξω. Θα μιλήσω όμως για τις στιγμές της δημιουργίας, όπου τα πράγματα είναι ξεκάθαρα και προκρίνω εκείνες της ποίησης. Στο μυθιστόρημα, κι αφού προηγηθεί η έρευνα στην περίπτωση που απαιτείται, προέχει η φαντασία και η λογική, ενώ το συναίσθημα γεννιέται ανάλογα με την εξέλιξη της μυθιστορίας. Στην ποίηση προηγείται το συναίσθημα και έπεται -σχεδόν ταυτόχρονα- η λογική, τακτοποιώντας σε κατανοητή σφαίρα τα γεννήματα της ενόρασης. Στην ποίηση καίγομαι κυριολεκτικά από το ιερό πυρ και τη θεία μανία και γράφω σε κατάσταση ενσυνείδητης παραίσθησης. Πρόκειται για μοναδικές στιγμές!  

ΕΡ. Εξ όσων γνωρίζω, ετοιμάζετε καινούργιο βιβλίο. Θέλετε να μας πείτε δυο κουβέντες και πότε να το περιμένουμε.

ΑΠ. Καταγίνομαι από τον Μάιο ξανά με το ιστορικό μυθιστόρημα. Ανυπομονώ κι εγώ να δω που θα με οδηγήσουν οι ήρωες μου. Όμως μέχρι να νιώσω ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα, δεν υπάρχει ούτε για μένα αυτό το κείμενο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: